βουλητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουλητικός < (ελληνιστική κοινή) βουλητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]βουλητικός
- που σχετίζεται με τη βούληση ή αναφέρεται σ' αυτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουλητικός
|