βουσφαγέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουσφαγέω < βοῦς, βου- (βοο- δείτε και βοοσφαγία) + σφᾰγ- (σφάζω) + -έω

βουσφαγέω

→ λείπει η κλίση