βουτήματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουτήματα < βούτημα < βούτηγμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουτήματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η κοινή ονομασία όλων των προϊόντων αρτοποιίας που χρησιμεύουν σαν συνοδευτικά του καφέ ή άλλου αφεψήματος και συνήθως καταναλώνονται αφού βουτηχτούν στο αφέψημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • πλέον ο ενικός δεν χρησιμοποιείται για το αντικείμενο αλλά για την ενέργεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]