βουτσάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βουτσάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουτσάς οι βουτσάδες
      γενική του βουτσά των βουτσάδων
    αιτιατική τον βουτσά τους βουτσάδες
     κλητική βουτσά βουτσάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουτσάς < βουτσ(ί) + -άς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vuˈt͡sas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐τσάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουτσάς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]