βουτσέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουτσέλα < μεσαιωνική ελληνική βουτσί / βουτζί + -έλα < βουτίον < ελληνιστική κοινή βοῦτις / βοῦττις[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **bʰeHw- (πρήζω, φουσκώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουτσέλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουτσέλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έλα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)