βουτυριέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουτυριέρα | οι | βουτυριέρες |
γενική | της | βουτυριέρας | — | |
αιτιατική | τη | βουτυριέρα | τις | βουτυριέρες |
κλητική | βουτυριέρα | βουτυριέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]βουτυριέρα < βούτυρ(ο) + -ιέρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vu.tiɾˈʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τυ‐ριέ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουτυριέρα θηλυκό
- (κουζινικά) σκεύος όπου βάζουμε το βούτυρο για σερβίρισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουτυριέρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)