βούρδουλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βούρδουλας < μεσαιωνική ελληνική βούρδουλας < πιθανόν από το βουδόρος ή το τουρκικό vurdum (αόριστος του vurmak)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βούρδουλας αρσενικό