βούτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βούτα | οι | βούτες |
γενική | της | βούτας | — | |
αιτιατική | τη | βούτα | τις | βούτες |
κλητική | βούτα | βούτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βούτα < βουτώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βούτα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η αρπαγή, η κλεψιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βούτα
- β' ενικό προστακτικής του ρήματος βουτώ