βοῶντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

βοῶντος

  1. γενική ενικού του βοῶν (αρσενικό)
  2. γενική ενικού του βοῶν (ουδέτερο)