βρέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρέτο | τα | βρέτα |
γενική | του | βρέτου | των | βρέτων |
αιτιατική | το | βρέτο | τα | βρέτα |
κλητική | βρέτο | βρέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɾe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρέ‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρέτο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, λαογραφία) άλλη μορφή του βρετό[1]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου, Νεοελληνικά λαϊκά αινίγματα. Μορφολογική και λειτουργική ανάλυση, διδακτορική διατριβή (Θεσσαλονίκη: Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, 1990), σ. 19.