βρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βρίζω

βρίζομαι

  • (αλληλοπαθ.) για δύο ή περισσότερους ανθρώπους που βρίζει ο ένας τον άλλον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]