βραδιάζει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραδιάζει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω

βραδιάζει (απρόσωπο) , πρτ.: βράδιαζε, στ.μέλλ.: θα βραδιάσει, αόρ.: βράδιασε

  1. έρχεται το βράδυ, πέφτει σιγά σιγά το σκοτάδι
    όταν βράδιαζε μαζευόμαστε στο καθιστικό και ακούγαμε ιστορίες από τον παππού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βραδιάζει