βραδυαρρυθμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραδυαρρυθμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bradyarrhythmia < αρχαία ελληνική βραδύς + ἀρρυθμία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραδυαρρυθμία θηλυκό
- (ιατρική) καρδιακή δυσλειτουργία κατά την οποία διαταράσσεται ο καρδιακός ρυθμός και παρατηρούνται λιγότεροι από 50-60 καρδιακοί παλμοί το λεπτό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραδυαρρυθμία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)