βραδύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραδύνω < αρχαία ελληνική βραδύνω < βραδύς
Ρήμα
[επεξεργασία]βραδύνω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βράδυνση
- επιβράδυνση
- επιβραδυντής
- επιβραδυντικά
- επιβραδυντικός
- επιβραδύνω
- → δείτε τις λέξεις βραδύς και βράδυ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραδύνω
|