βρακοφόροι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

βρακοφόροι αρσενικό

  1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βρακοφόρος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βρακοφόροι ουδέτερο

  1. ονομαστική και κλητική πληθυντικού του βρακοφόρος