βρασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρασιά | οι | βρασιές |
γενική | της | βρασιάς | των | βρασιών |
αιτιατική | τη | βρασιά | τις | βρασιές |
κλητική | βρασιά | βρασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρασιά θηλυκό
- η αλκοολική ζύμωση και η ολοκλήρωση της παρασκευής μπίρας ή άλλου σχετικού ποτού