βραχμανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]βραχμανικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους βραχμάνους και το βραχμανισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραχμανικός
|