βραχυκυκλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραχυκυκλώνω < βραχύς + κυκλώνω

βραχυκυκλώνω

  • συνδέω δύο σημεία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος με αγωγό μηδενικής ή μικρής αντίστασης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]