βραχύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχύτητα < αρχαία ελληνική βραχύτης < βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus (βραχύς) < *mreǵʰ- + *-us
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βραχύτητα θηλυκό
- η ιδιότητα του βραχέος, το να είναι κάποιος βραχύς, μικρός ή σύντομος
- η ιδιότητα του βραχύχρονου, το να είναι κάποιος βραχύχρονος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βραχύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)