βρεκεκέξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρεκεκέξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρεκεκεκέξ με απλολογία (περικοπή ενός «κε»), ηχομιμητική λέξη [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾe.ceˈceks/ (συγκρίνετε με την αρχαία προφορά του βρεκεκεκέξ)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
βρεκεκέξ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σε συνδυασμό με διπλό κουάξ ή κοάξ, δηλαδή ως: βρεκεκέξ κουάξ κουάξ ή βρεκεκέξ κοάξ κοάξ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρεκεκέξ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βρεκεκέξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φωνές ζώων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)