βροτοφθόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βροτοφθόρος < βροτός + φθείρω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁ, ἡ βροτοφθόρος,ον

  • που φθείρει, σκοτώνει θνητούς, ανθρώπους