βροτωφελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ὁ, ἡ βροτωφελής,ές
- που είναι ωφέλιμος για τους βροτούς, τους θνητούς, τους ανθρώπους
ὁ, ἡ βροτωφελής,ές