βροῦκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βροῦχος

→ λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βροῦκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)