βρυγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρυγμός | οι | βρυγμοί |
γενική | του | βρυγμού | των | βρυγμών |
αιτιατική | τον | βρυγμό | τους | βρυγμούς |
κλητική | βρυγμέ | βρυγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρυγμός < αρχαία ελληνική βρυγμός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾiɣˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρυγ‐μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρυγμός αρσενικό
- (ιατρική) το σφίξιμο ή τρίξιμο των δοντιών το οποίο γίνεται ασυναίσθητα κατά τη διάρκεια του ύπνου ή λόγω άγχους
- ※ Κλιμάκωση υπήρξε και στο μετεκλογικό τρίξιμο δοντιών. Ο βρυγμός προς τη γαλλική πλευρά ήταν ανεπαίσθητος, προς δε τη δική μας πολύ ισχυρότερος και απειλητικότερος.
- Μπουκάλας, Παντελής (8 Μαΐου 2012), Ο φόβος της δημοκρατίας, Η Καθημερινή
- ※ Κλιμάκωση υπήρξε και στο μετεκλογικό τρίξιμο δοντιών. Ο βρυγμός προς τη γαλλική πλευρά ήταν ανεπαίσθητος, προς δε τη δική μας πολύ ισχυρότερος και απειλητικότερος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρυγμός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βρυγμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρυγμός < αρχαία ελληνική βρυγμός -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρυγμός αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βρυγμός | οἱ | βρυγμοί |
γενική | τοῦ | βρυγμοῦ | τῶν | βρυγμῶν |
δοτική | τῷ | βρυγμῷ | τοῖς | βρυγμοῖς |
αιτιατική | τὸν | βρυγμόν | τοὺς | βρυγμούς |
κλητική ὦ! | βρυγμέ | βρυγμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρυγμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρυγμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρυγμός αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- βρυγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)