βυζαντινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βυζαντινισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική byzantinisme < byzantin < αρχαία ελληνική Βυζάντιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βυζαντινισμός αρσενικό
- το να ζει κάποιος σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της εποχής του Βυζαντινού πολιτισμού
- (συνεκδοχικά) το να είναι κάποιος εκτός τόπου και χρόνου
- (κατ’ επέκταση) το να ασχολείται κανείς με πράγματα που δεν έχουν ουσία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Βυζάντιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βυζαντινισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)