βυνοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βυνοποίηση | οι | βυνοποιήσεις |
γενική | της | βυνοποίησης* | των | βυνοποιήσεων |
αιτιατική | τη | βυνοποίηση | τις | βυνοποιήσεις |
κλητική | βυνοποίηση | βυνοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βυνοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βυνοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία επεξεργασίας του κριθαριού και παρασκευής μπίρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βυνοποίηση
|