βυνοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βυνοποιώ < βύνη + -ο- + -ποιώ

βυνοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]