γαζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γυναίκες που γαζώνουν (1)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαζώνω < γαζί

γαζώνω

  1. ράβω στη ραπτομηχανή
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι διάτρητο με μία ριπή πυροβολισμών
    άγνωστοι γάζωσαν το αυτοκίνητο αρχιμαφιόζου σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]