γαλαζόπετρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλαζόπετρα < γαλάζ(ιος) + -ό- + πέτρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλαζόπετρα θηλυκό
- ο θειικός χαλκός, αλλιώς θειοχαλκίνη
- ↪ η γαλαζόπετρα χρησιμοποιείται ευρέως σε κήπους και μπαχτσέδες για την καταπολέμηση της ψώρας και άλλων ενοχλητικών μικροοργανισμών που προσβάλλουν τα φυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλαζόπετρα
|