γαλακτοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλακτοποιώ < γάλα-γάλακτος και ποιώ

γαλακτοποιώ

  1. παράγω γάλα
  2. μετατρέπω σε γάλα ή σε ρευστή μορφή γάλακτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]