γαλαντομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλαντομία < γαλαντόμος + -ία < βενετική galantomo < ιταλική galantuomo < galante (έντιμος) + uomo (άνθρωπος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλαντομία θηλυκό
- το να είναι κάποιος γαλαντόμος, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του γαλαντόμου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλαντομία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)