γαλιότα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλιότα | οι | γαλιότες |
γενική | της | γαλιότας | — | |
αιτιατική | τη | γαλιότα | τις | γαλιότες |
κλητική | γαλιότα | γαλιότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλιότα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ελαφρύ κωπήλατο πολεμικό σκάφος σε χρήση στη προεπαναστατική περίοδο
- η γαλιότα έφερε 15 κουπιά ανά πλευρά και βοηθητικά δύο τριγωνικά ιστία σε δύο μικρούς ιστούς.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλιότα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)