γαμηστρώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαμηστρώνας < γαμώ + -ώνας (με παρετυμολογία κι απ’ το ρήμα στρώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαμηστρώνας αρσενικό
- τόπος ερωτικής συνεύρεσης, ενίοτε κρυφής (συνήθως ξενοδοχείο ή διαμέρισμα)
- (ειδικότερα) πορνείο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαμηστρώνας
|