γαμπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμπάς οι γαμπάδες
      γενική του γαμπά των γαμπάδων
    αιτιατική τον γαμπά τους γαμπάδες
     κλητική γαμπά γαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαμπάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαμπάς αρσενικό

  • μάλλινο πανωφόρι-Μάλλινη παραδοσιακή κάπα(πανοφώρι) των Βοσκών