γαμπρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαμπρίζω < γαμπρός

γαμπρίζω

  1. ψάχνω κορίτσι, για αγόρια που αντρώνονται και αναζητούν ερωτική σύντροφο
  2. εμφανίζομαι και συμπεριφέρομαι με ολοφάνερη την πρόθεσή μου να βρω ερωτική σύντροφο
  3. ψάχνω νύφη να παντρευτώ (παρωχημένο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]