γανάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γανάω < γάνος (λαμπρότητα)
Ρήμα
[επεξεργασία]γανάω (συνηρημένο: γανῶ)
- (για μεταλλικά αντικείμενα) λάμπω, γυαλίζω
- (για φυτά) είμαι γεμάτος με φύλλα
- (μεταφορικά) είμαι πολύ χαρούμενος, λάμπω από τη χαρά μου