γαργαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαργαλίζω < αρχαία ελληνική γαργαλίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]γαργαλίζω
- → δείτε τη λέξη γαργαλώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γαργαλίζω
- γαργαλώ
- Διὰ τί αὐτὸς αὑτὸν οὐθεὶς γαργαλίζει; ἢ ὅτι καὶ ὑπ' ἄλλου ἧττον, ἐὰν προαίσθηται, μᾶλλον δ΄, ἂν μὴ ὁρᾷ; ὥσθ΄ ἥκιστα γαργαλισθήσεται, ὅταν μὴ λανθάνῃ τοῦτο πάσχων. (Αριστοτέλης, Προβλήματα, 965a.1114 )
Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883