γαστρίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαστρίτιδα < γαστήρ (γενική: γαστρ-ός) + -ίτιδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαστρίτιδα θηλυκό
γαστρίτιδα θηλυκό