γαστροβαρής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

γαστροβαρής < γαστήρ και βαρέω

Επίθετο

[επεξεργασία]

γαστροβαρής, ής, ές

  1. με βάρος στην κοιλιά
  2. έγκυος