γαστροβαρής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]γαστροβαρής < γαστήρ και βαρέω
Επίθετο
[επεξεργασία]γαστροβαρής, ής, ές
- με βάρος στην κοιλιά
- έγκυος
γαστροβαρής < γαστήρ και βαρέω
γαστροβαρής, ής, ές