γαϊδουρόκομπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαϊδουρόκομπος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαϊδουρόκομπος αρσενικό

  1. είδος κόμπου
  2. (μεταφορικά) κάθε κόμπος που είναι δύσκολος ή είναι δύσκολο να λυθεί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]