γαϊτάνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαϊτάνωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γαϊτανώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γαϊτάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαϊτάνωμα
|