γγαστρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γγαστρώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γγαστρώνω | γγάστρωνα | θα γγαστρώνω | να γγαστρώνω | γγαστρώνοντας | |
β' ενικ. | γγαστρώνεις | γγάστρωνες | θα γγαστρώνεις | να γγαστρώνεις | γγάστρωνε | |
γ' ενικ. | γγαστρώνει | γγάστρωνε | θα γγαστρώνει | να γγαστρώνει | ||
α' πληθ. | γγαστρώνουμε | γγαστρώναμε | θα γγαστρώνουμε | να γγαστρώνουμε | ||
β' πληθ. | γγαστρώνετε | γγαστρώνατε | θα γγαστρώνετε | να γγαστρώνετε | γγαστρώνετε | |
γ' πληθ. | γγαστρώνουν(ε) | γγάστρωναν γγαστρώναν(ε) |
θα γγαστρώνουν(ε) | να γγαστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γγάστρωσα | θα γγαστρώσω | να γγαστρώσω | γγαστρώσει | ||
β' ενικ. | γγάστρωσες | θα γγαστρώσεις | να γγαστρώσεις | γγάστρωσε | ||
γ' ενικ. | γγάστρωσε | θα γγαστρώσει | να γγαστρώσει | |||
α' πληθ. | γγαστρώσαμε | θα γγαστρώσουμε | να γγαστρώσουμε | |||
β' πληθ. | γγαστρώσατε | θα γγαστρώσετε | να γγαστρώσετε | γγαστρώστε | ||
γ' πληθ. | γγάστρωσαν γγαστρώσαν(ε) |
θα γγαστρώσουν(ε) | να γγαστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γγαστρώσει | είχα γγαστρώσει | θα έχω γγαστρώσει | να έχω γγαστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γγαστρώσει | είχες γγαστρώσει | θα έχεις γγαστρώσει | να έχεις γγαστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γγαστρώσει | είχε γγαστρώσει | θα έχει γγαστρώσει | να έχει γγαστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γγαστρώσει | είχαμε γγαστρώσει | θα έχουμε γγαστρώσει | να έχουμε γγαστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γγαστρώσει | είχατε γγαστρώσει | θα έχετε γγαστρώσει | να έχετε γγαστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γγαστρώσει | είχαν γγαστρώσει | θα έχουν γγαστρώσει | να έχουν γγαστρώσει |
|