γείτσες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γείτσες < πληθυντικός του *γείτσα ή *υγειίτσες < *υγειίτσα < υποκοριστικού του υγεί(α) + -ίτσα [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝi.t͡ses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεί‐τσες

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

γείτσες!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]