γειτόνημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γειτόνημα < γείτων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γειτόνημα ουδέτερο
πρόσοικος γὰρ θάλαττα χώρᾳ τὸ μὲν παρ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἡδύ, μάλα γε μὴν ὄντως ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν γειτόνημα: ἐμπορίας γὰρ καὶ χρηματισμοῦ διὰ καπηλείας ἐμπιμπλᾶσα αὐτήν : <ο Πλάτωνας επικαλείται τη ρήση του Αλκμάνος και λέει> το να έχει θάλασσα μια περιοχή είναι βολικό για τις καθημερινές ανάγκες, όμως αληθεύει όντως ότι "είναι αλμυρό και πικρό γειτόνημα": γιατί το εμπόριο και ...


Συγγενικά

[επεξεργασία]