γελιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝeˈʎe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐λιέ‐μαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γελιέμαι, π.αόρ.: γελάστηκα, μτχ.π.π.: γελασμένος, (ενεργ.: γελάω/γελώ)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]