γενιτσαρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενιτσαρισμός < γενίτσαρ(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γενιτσαρισμός αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) η στρατολόγηση γενιτσάρων
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) συμπεριφορά και ενέργειες που περιέχουν το στοιχείο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και της αντεκδίκησης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γενίτσαρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενιτσαρισμός
|