γεννοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεννοβολώ < λείπει η ετυμολογία

γεννοβολώ

  • γεννώ πολλά παιδιά και πολύ συχνά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]