γεννοφάσκια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεννοφάσκια < γέννα + φασκιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεννοφάσκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • στην έκφραση από τα γεννοφάσκια μου (σου, του, κλπ): από τη βρεφική ηλικία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]