γεννοφάσκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεννοφάσκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- στην έκφραση από τα γεννοφάσκια μου (σου, του, κλπ): από τη βρεφική ηλικία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεννοφάσκια
|