γενοβέζικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γενοβέζικος, -η, -ο
- που αναφέρεται ή ανήκει στην ή προέρχεται από τη Γένοβα της Ιταλίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενοβέζικος
|