γενομική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενομική | ||
γενική | της | γενομικής | ||
αιτιατική | τη | γενομική | ||
κλητική | γενομική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενομική θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η καταγραφή, χαρτογράφηση και μελέτη του συνόλου των γονιδίων ενός οργανισμού
- ※ Ο όρος «προσωπική γενομική» δεν είναι ακόμη δόκιμος. Αρχισε όμως να ψιθυρίζεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα μεταξύ των επιστημόνων και των επιχειρηματιών και δεν αποκλείεται την επόμενη πενταετία να μπει στο λεξιλόγιο καθενός από εμάς. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο όρος αυτός περιγράφει τη δυνατότητα που, όπως φαίνεται, θα έχουμε σε λίγα χρόνια να γνωρίζουμε επακριβώς την αλληλουχία του δικού μας προσωπικού γενετικού υλικού. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενομική
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)